- διωξικέλευθος
- διωξικέλευθος, -ον (Α)φρ. «κέντρα διωξικέλευθα» — τρυπήματα με βουκέντρα που αναγκάζουν το ζώο να τρέξει.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διωξι- (< διώκω) + κέλευθος. Η λ. ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.